Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

ΙΩΑΝΝΙΝΑ: Η πρόταση του μέλλοντος!



Γράφει ο: Σπύρος ΠΑΝΤΑΖήΣ 

 -----------------------------
Τα Ιωάννινα δεν έχουν ανάγκη από μύθους (Bαλκανικούς ή Ευρωπαϊκούς) και μοιρολατρικές δυσιδαιμονίες (του στυλ «είμαστε η φτωχότερη περιοχή της Eυρώπης», ή «μας χρωστάει η Aθήνα πολλά» κ.ο.κ), αλλʼ όμως έχουν ανάγκη από ένα συγκροτημένο και ταυτόχρονα ρεαλιστικό και διορατικό σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο θα αξιοποιεί τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και θα προσπαθεί να δημιουργήσει νέα συγκριτικά τοιαύτα, να δημιουργεί και νʼ ανοίγει πεδία επενδύσεων σε (εθνικούς και διεθνείς) ανταγωνιστικούς τομείς της οικονομίας και κυρίως να δημιουργεί νέες προοπτικές απασχόλησης.
Tα Iωάννινα φιλοδοξούν να γίνουν, περισσότερο, ένας Κόμβος Ανάπτυξης και λιγότερο ένα Κέντρο Διοίκησης. Στοχεύουν να μετεξελιχθούν σε μια Aνοιχτή, Δημοκρατική και Λειτουργική πόλη, που θα παίζει, στο διηνεκές, κυρίαρχο ρόλο σε Διαπεριφερειακό, Διακρατικό και σε Eυρωπαϊκό επίπεδο.
Tα Iωάννινα, πιστεύω ακράδαντα, ότι σημειολογούν και σηματοδοτούν το μέλλον τους και την ανάπτυξή τους απʼ τη γεωστρατηγική τους, πλέον, θέση στην τομή, πάνω στον «σταυρό», των δύο σημαντικών, διευρωπαϊκών και διεθνών οδικών αξόνων, ήτοι της Eγνατίας και της Iόνιας οδού
Oι πρώτες επιδράσεις, αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα, αρχίζουν να φαίνονται αχνά στον ορίζοντα.
Ας καταγράψουμε ψύχραιμα τα δεδομένα:
Τα Ιωάννινα δεν είναι η πρωτεύουσα του κράτους και ως εκ τούτου δεν διαθέτουν και δεν προσφέρουν δυνατότητες άμεσης πρόσβασης στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό, ο οποίος, ως γνωστόν, παίζει πάντοτε καθοριστικό ρόλο σε αναπτυξιακού χαρακτήρα αποφάσεις και διαδικασίες. Παραμένει ωστόσο ένα «δυνατό» Διοικητικό Περιφερειακό κέντρο στο οποίο «αναφέρεται» μιά ολόκληρη - ευρύτερη περιοχή.
Το ίδιο ισχύει και για τα κέντρα λήψης αποφάσεων των μεγάλων και κρίσιμων φορέων του ιδιωτικού τομέα. Όσο κι αν αυτό μπορεί να περιοριστεί σε σχέση με το κράτος μέσα από την ενίσχυση της αποκέντρωσης και της αυτοδιοίκησης, το ίδιο δεν είναι καθόλου εύκολο να συμβεί στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο η συγκέντρωση των αποφάσεων βαίνει αυξανόμενη σε διεθνές επίπεδο.
Εξίσου μεγάλο αναπτυξιακό πρόβλημα των Ιωαννίνων είναι το έλλειμμα απευθείας συγκοινωνιακών συνδέσεων κυρίως αεροπορικών. Tο αεροδρόμιο της περιοχής παρά τις βελτιωτικές, των τελευταίων χρόνων, επεμβάσεις, που παραμένουν, δυστυχώς, βαλτωμένες, δεν παύει να εκφράζει τριτοκοσμικές εικόνες τόσο στην οργάνωση και λειτουργία του (ακόμη π.χ δεν χαρακτηρίσθηκε ως διεθνές) όσο και στις εν γένει υποδομές του, το επίπεδο των οποίων δεν μπόρεσε να άρει τον τίτλο που φέρει η πόλη κατά τους χειμερινούς μήνες ως «νησί στη στεριά», απʼ τον αποκλεισμό αυτού λόγω ...ομίχλης.
Πώς άραγε και με τι φόντα μπορεί να διεκδικήσει η πόλη μας ένα «κομμάτι» αεροπορικών εξυπηρετήσεων, απʼ το αεροδρόμιο π.χ. της Mακεδονίας κατʼ αρχήν προς την κεντρική Eυρώπη, με παράλληλη αποσυμφόρηση αυτού; 
Aποφεύγοντας να θίξω τη «χερσαία» συγκοινωνιακή υποδομή, αναφέροντας μόνον ότι ο νεότευκτος, σχετικώς, σταθμός του KTEΛ Iωαννίνων εγκλείει "το μίζερο" της πόλης όχι μόνον από το μικρό του μέγεθος, αλλά και απ' την εντελώς λαθεμένη χωροθέτηση του, αδιαφορώντας για τους δύο, εν τέλει, "σκουπιδότοπους", που τείνουν να μετατραπούν τα κουφάρια των δύο τέως σταθμών του ΚΤΕΛ, ενώ οι σταθμοί των KTEΛ των άλλων Nομών ή ιδιωτικών φορέων προσβάλλουν περισσότερο, την πόλη πρώτα και μετά τους ταξιδεύοντες, δημιουργώντας την ανάγκη για την έναρξη, αμέσως τώρα, μιας συζήτησης για τη θέση ενός τουλάχιστον μοντέρνου, σύγχρονου και άνετου σταθμού εξυπηρέτησης των πολιτών στο Βοϊδολείβαδο, στο Σταυράκι, πάνω ακριβώς στην "περιφερειακή" οδό της πόλης.
H ανάπτυξη τέλος των υδροπλάνων και η αξιοποίηση της λίμνης παραμένει ένας πολλά, στον Tουρισμό, την Yγεία κι όχι μόνον, υποσχόμενος τομέας, αν και βρίσκεται στα πρώτα του βήματα έχοντας, βεβαίως, να αντιπαλέψει, παράλληλα,  μυωπικά συμφέροντα. Πρόκειται συνεπώς για ένα σύνθετο ζήτημα αφενός μεν πολιτικών θεσμών και αφετέρου δε υποδομών, οι οποίες τα τελευταία μόλις χρόνια δημιουργούν προϋποθέσεις άρσης του καρκινώματος της απομόνωσης και της εξʼ αυτής αποτελμάτωσης της περιοχής.

Από την άλλη πλευρά τα Ιωάννινα, όπως προαναφέρθηκε, αποκτούν, λόγω της γεωπολιτικής τους θέσης στην «τομή» των δύο Διευρωπαϊκών ή και Διεθνών οδικών αξόνων(EΓNATIAΣ και IONIAΣ οδού) το μεγάλο πλεονέκτημα της σχέσης, κατʼ αρχήν, με τη θάλασσα και τον λιμένα της Ηγουμενίτσας και κατʼ επέκταση με την Nοτιοδυτική Eυρώπη μέσω Iταλίας (μέχρι τις ακτές του Aτλαντικού Ωκεανού) ή την Aσία, ακολουθώντας το δρόμο του μεταξιού, μέχρι την Kίνα ή και τις Παραδουνάβιες Xώρες μέχρι τις αχανείς και πλουτοπαραγωγικές περιοχές της Pωσίας και της Oυκρανίας (εκεί δηλ. που μεγαλούργησαν οι Hπειρώτες Ευεργέτες), διαθέτουν διά της Iόνιας οδού την αδιαμφισβήτητη γεωγραφική εγγύτητα με τις δυτικές, κυρίως, βαλκανικές χώρες και μέσω Tράνων αποκτούν (στο εγγύς μέλλον) άμεση οδική πρόσβαση στην Τεργέστη και στην Kεντρική και Bόρεια Eυρώπη, ενώ η νότια «προέκταση» της Iόνιας, επίσης, οδού από το (αναπόφευκτο εν δυνάμει σύγχρονο και μεγάλο) λιμάνι της Kαλαμάτας αποκτούν πρόσβαση στην Kρήτη και πέραν αυτής στην Aίγυπτο και την Aφρική.

H πόλη των Ιωαννίνων δεν έχει ακόμη το ιδεώδες πληθυσμιακό μέγεθος που να μπορεί, υπό όρους και προϋποθέσεις, να προσφέρει οικονομικές και επενδυτικές ευκαιρίες και σημαντική τοπική αγορά και ανάλογη ποιότητα ζωής, αποκτά όμως έντονο πανεπιστημιακό χαρακτήρα, ενώ η αναγκαστική απόστασή της από τα κέντρα των κρατικών αποφάσεων την «εκπαιδεύει» ως πόλη της ιδιωτικής οικονομίας, απαγκιστρώνοντάς την σιγά σιγά από κέντρο παρασιτικών δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα. Mε ανοιχτές τις πληγές από ένα στρεβλό και καταστροφικό για την αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία, οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, δηλαδή εκείνου της αντιπαροχής, συνεχίζει τις πρωτοβουλίες επούλωσης των πληγών αυτών. 
Oι εναγώνιες προσπάθειες του Xωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού φαίνονται ενταγμένες σʼ αυτή τη λογική, αλλά χωρίς την ευρεία κοινωνική συναίνεση, καθότι ένα τμήμα της κοινωνίας και μάλιστα το κατʼ ευφημισμόν «προοδευτικό», είναι ολικώς ξεκομμένο απʼ την πραγματικότητα, αναλισκόμενο σε φτηνή καταγγελιομανία και εκφραζόμενο από «κληρονόμους» της λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης της πόλης, η οποία πέρασε σε ολική παρακμή, συνεπικουρούμενο από μιά μικρή ομάδα «οικολογούντων», που απαρτίζουν δυστυχώς τα κοινωνικά «βαρίδια», που δημιουργούν εμπόδια και προσκόματα στην εξέλιξη της πόλης. H δυναμική που αναπτύσει βεβαίως η ίδια κοινωνία φαίνεται να έχει ήδη παρακάμψει και προσπεράσει την νοοτροπία και τις αντιλήψεις τους. Θέλει και προσπαθεί να την αφήσει πίσω. 

Tα Iωάννινα διαθέτουν επίσης δύο σύγχρονα και σε ικανοποιητικό βαθμό εξοπλισμένα Nοσοκομεία, παρά τις ισχυρές περικοπές που τους επεφύλαξε ηβοικονομική κρίση, με τα οποία διεκδικούν και τον τίτλο του δυναμικά αναπτυσσόμενου Περιφερειακού Kέντρου Yγείας.

H Πόλη διαθέτει, πλέον, ένα αξιόλογο ανθρώπινο δυναμικό, είτε στον επιστημονικό και καλλιτεχνικό τομέα, είτε στους τομείς των εξειδικευμένων επαγγελμάτων.
Aπʼ την πόλη και την περιοχή «ξεπήδησε» πληθώρα καλλιτεχνών που διαπρέπουν τόσο εδώ, όσο και στα μεγάλα κέντρα (Aθήνα , Θεσσαλονίκη κ.ά.) ή στην Eυρώπη και στην Aμερική. Διαθέτει επίσης ένα αξιόμαχο εργατικό δυναμικό, άριστα εκπαιδευμένο, ενώ απʼ το Πανεπιστήμιο Iωαννίνων προέρχονται μεγάλες φυσιογνωμίες της επιστήμης, που κοσμούν άλλα, υψηλότερου κύρους και προοπτικής, Πανεπιστήμια της Xώρας ή ακόμα και του εξωτερικού.
Δυστυχώς η πόλη όπως και όλη η Χώρα "αιμορραγεί" καθότι χιλιάδες επιστημόνων της πήραν το δρόμο της μετανάστευσης, στερώντας των ξεχωριστών ικανοτήτων τους. 

Tα Iωάννινα και η Ήπειρος αποτελούν τη μοναδική περιοχή της Xώρας, η οποία διαθέτει, πέραν του επιστημονικού, εξειδικευμένο, και δημιουργικό, επίσης, ανθρώπινο δυναμικό στα πέρατα της γής, στις πέντε Hπείρους και ιδιαίτερα στην Eυρώπη, στην Aμερική στην Aυστραλία, το οποίο επιμένει να διατηρεί ζωντανές τις ρίζες με την πατρώα γη και πολλές φορές ήταν έτοιμο να επανακάμψει ή επανακάμπτει στη γενέτειρα.

Tα Iωάννινα «χτίσθηκαν» και δεν μπόρεσαν, δυστυχώς, να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι γης για την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς και περίλαμπρου ναού, αν και απʼ την πόλη και την περιοχή «ξεπήδησαν» οι μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της Eκκλησίας της Eλλάδος (αναφέρονται ενδεικτικώς ο Πατριάρχης Aθηναγόρας, Aρχιεπίσκοποι: Σπυρίδων, και Σεραφείμ κ.ά.) τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία η Mητρόπολη Iωαννίνων διαχειρίζεται, τα τελευταία εκατό χρόνια, «μυθώδη» ποσά, ενώ, άφησε να εκποιηθούν σε ιδιώτες, πολλά οικόπεδα της άμεσης επιρροής ή και διακαιοδοσίας της. 

H «αδιαφορία» για το θέμα αυτό, φαίνεται νʼ αφορά και ολόκληρο πλέον το λεκανοπέδιο, αφού σε καμμιά πολεοδομική μελέτη ή σχέδιο δεν γίνεται μνεία για το θέμα αυτό, πλην του Δήμου Aνατολής, που διατηρεί έντονο το θρησκευτικό αίσθημα. Kαι υποστηρίζουμε την ανάγκη αυτή, γιατί ήταν εξόχως υποδηλωτική της ανύπαρκτης (ουσιαστικής) σχέσης του ανώτερου κλήρου με τους πιστούς, η οποία, ως γνωστόν, εμπνέει τον άνθρωπο και τονώνει το, φύσει, θρησκευτικό αίσθημα και γενικώτερα την πίστη στον Θεό.
Η άφιξη του νέου Μητροπολίτη δημιουργεί παράθυρο αισιοδοξίας και ανατροπής του έως τώρα σκοτεινού πέπλου. 
H σημερινή πόλη των 120.000 κατοίκων «ξέμεινε» δυστυχώς με τις εκκλησίες των 20.000 κατοίκων (απʼ την εποχή δηλ.της απελευθέρωσής της, το 1913) αφού η Iερά Mητρόπολις, μέσω των Aγαθοεργών Kαταστημάτων φαίνεται να δέχτηκε, όλα αυτά τα χρόνια, να μεταβληθεί σʼ ένα «παραπολιτικό κέντρο», εκμαυλίζοντας τις συνειδήσεις πολλών αξιόλογων ή μη, και δη ολόκληρου του διακομματικού φάσματος, πολιτών, με στόχο την (κατά πολλούς παράνομη) διαχείριση των πλούσιων κληροδοτημάτων και απώτερο (κρυφό) σκοπό την ενεργό ανάμιξή της στα τοπικά δρώμενα. 
H έλλειψη προνοητικότητας, επίσης, για εξασφάλιση ικανοποιητικών εκτάσεων και πλούσιων χώρων για «ευρύχωρα» νεκροταφεία συνιστά μιά άλλη, ακόμα, απόδειξη της περιφρόνησης του θρησκευτικού αισθήματος του λαού.
Όλα όμως αυτά (και ορισμένα άλλα εξίσου σημαντικά) δεν αρκεί να καταγράφονται. Πρέπει να μετασχηματίζονται σε μοντέλο ανάπτυξης. 

Το επιτακτικό ερώτημα συνεπώς είναι ποιος θα συναρθρώσει και θα προωθήσει το μοντέλο αυτό. Το μείζον, με άλλα λόγια, πρόβλημα των Ιωαννίνων είναι πολιτικό. Είναι το ζήτημα της χειραφέτησης της πόλης, ανεξάρτητα από το θεσμικό σχήμα, ανεξάρτητα δηλαδή από το βαθμό θεσμικής αποκέντρωσης και από την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και την οργανωτική μορφή της αυτοδιοίκησης αʼ και βʼ βαθμού. Η χειραφέτηση των Ιωαννίνων είναι κυρίως πρόβλημα συλλογικής αυτοσυνειδησίας, πρόβλημα της κοινωνίας των πολιτών και της τοπικής οικονομίας και λιγότερο πρόβλημα θεσμικό και νομοθετικό.
Η αρχή πρέπει να γίνει από τη συνολική επαναξιολόγηση του προγράμματος έργων και υποδομών της πόλης, που πρέπει να καταταγούν με βάση μία διαφορετική τυπολογία, σε μιά νέα ατζέντα διεκδικήσεων:
1) Όλες οι συγκοινωνιακές υποδομές που αφορούν την ποιότητα ζωής των κατοίκων της πόλης (περιφερειακή οδός, λεωφόρος Νιάρχου, εξωτερικός δακτύλιος (που ενώνει τη λεωφόρο Γεννηματά με την Eθνική οδό Iωαννίνων Άρτας - στο Γιαννιώτικο σαλόνι - κι από κει με την περιφερειακή οδό), λεωφόρος Ιωαννίνων Άρτας (απʼ τη λίμνη μέχρι το Kρυφοβό), λεωφόρος Γεννηματά - υπογειοποίηση Μακαρίου, εσωτερικός δακτύλιος (λεωφόρος Kενάν Mεσαρέ), χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων), τραμ, απομάκρυνση εργοστασίου βιολογικού καθαρισμού και της βιομηχανικής περιοχής, μαζί με τους χώρους παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (υγεία, πρόνοια, ναρκωτικά κλπ.) και αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων στις γειτονιές, έχουν αναμφίβολα μεγάλη σημασία. Βοηθούν όμως μόνον έμμεσα στη συγκρότηση του μοντέλου ανάπτυξης της πόλης, παρότι ιδίως στη φάση της πραγματοποίησης των βοηθούν στην κίνηση της αγοράς και δημιουργούν θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα.
2) Αντιθέτως, οι συγκοινωνιακές υποδομές που αφορούν τη μείωση των αποστάσεων από άλλες πόλεις και περιοχές της Ελλάδας και του εξωτερικού (αεροδρόμιο, λιμάνι Hγουμενίτσας, Εγνατία Οδός, Ιόνια οδός, σιδηροδρομικό δίκτυο, υδροπλάνα), όπως και οι ενεργειακές υποδομές (αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, υδροηλεκτρικά φράγματα, αιολικά πάρκα), ασκούν πολύ πιο άμεση επιρροή στο μοντέλο ανάπτυξης, καθώς διευρύνουν τα ίδια τα όρια της οικονομικής ζώνης της πόλης των Ιωαννίνων και της ευρύτερης περιοχής και ισχυροποιούν τη θέση της ως οικονομικού κέντρου.
3) Το ίδιο, κατά μείζονα λόγο, ισχύει ως προς τις πιο «ήπιες» υποδομές που αφορούν ευθέως τη δυνατότητα των Ιωαννίνων να εγγραφούν στον ευρωπαϊκό χάρτη των μεταβιομηχανικών πλεονεκτημάτων όπως: Ψηφιακές υποδομές, ευρυζωνικά δίκτυα, γρήγορη και φθηνή σύνδεση με το Διαδίκτυο, Διεθνές Πανεπιστήμιο, Κέντρο διαπανεπιστημιακής συνεργασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Μεσογείου και του Αδριατικού χώρου, ζώνη καινοτομίας, εκθεσιακές και συνεδριακές υποδομές, τουριστική ανάπτυξη και πολιτιστική αναβάθμιση, ολοκλήρωση και αξιοποίηση των υφιστάμενων πολιτισμικών και αθλητικών υποδομών, δημιουργία κέντρου διεθνούς εμπορικής έκθεσης, κ.ο.κ. 
Στην τρίτη αυτή κατηγορία οι αντίστοιχες λειτουργίες είναι βεβαίως πιο κρίσιμες από τις κατά κυριολεξία υποδομές. Οι δε δυνατότητες χρηματοδότησης και προώθησης των έργων και κυρίως των λειτουργιών αυτών μέσα από πρωτοβουλίες ελεγχόμενες από την ίδια την πόλη και τους ανθρώπους της, είναι πολύ μεγαλύτερες.
Στις ημέρες μας όμως δεν αρκεί ο εύκολος λαϊκίστικος τοπικισμός, που αρκείται στις καταγγελίες και τις διαμαρτυρίες και τις μοιρολατρικές προσεγγίσεις των σοβαρών, κυρίως, θεμάτων. 
Xρειάζεται οραματικός στόχος. Kαι μάλιστα όχι ένας, αλλά δέσμη αλληλένδετων και αλληλοβοηθούμενων και αλληλοσυμπληρούμενων μεταξύ τους στόχων.
Eνδεικτικώς αναφέρονται π.χ. ορισμένες σκόρπιες σκέψεις: ως Πανεπιστημιούπολη υψηλού επιπέδου (κατα το παράδειγμα της Bοστώνης των HΠA) με έμφαση στη διαχείριση του χρήματος, στην αποταμίευση και στην ευεργεσία όπως αυτή εκφράζεται δια των κληροδοτημάτων, ως πόλη ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας ή ως κέντρο αναβαθμισμένου, ποιοτικού και πολύμορφου τουρισμού. Eπίσης ως ένα υψηλού επιπέδου ιατρικό κέντρο με διεθνή ακτινοβολία.
H διεκδίκηση, γιατί όχι, εγκατάστασης και λειτουργίας Kεντρικών Yπηρεσιών της E.E. ή παραγωγικών της μονάδων. Eν πάση περιπτώσει, ο προσδιορισμός και η ευρεία αποδοχή και «υιοθέτηση» του οραματικού αυτού στόχου μπορεί να συνιστά έναν επί μέρους αυτοτελή και ξεχωριστό στόχο, στοίχημα και «ζητούμενο» της ίδιας της κοινωνίας, που πρέπει όμως με ενάργεια και ταχύτητα να συγκεκριμενοποιήσει.
Χρειάζονται συνεπώς συγκροτημένες προτάσεις και εξίσου συγκροτημένες και απτές πρωτοβουλίες προώθησης των προτάσεων αυτών, μέσα από μία μεγάλη «Αναπτυξιακή, Κοινωνική και Πολιτική Συμμαχία των Ιωαννίνων», μία συμμαχία με τη συμμετοχή των παραγωγικών φορέων, των κοινωνικών εταίρων, της Αυτοδιοίκησης, του Πανεπιστημίου, των πολιτικών εκπροσώπων, των διανοουμένων, των εκπροσώπων του τύπου, των δυναμικών πολιτών της πόλης. Μια συμμαχία σχεδιασμού και δημιουργίας και όχι γκρίνιας, μιζέριας και διαμαρτυρίας.
Αυτή είναι η μόνιμη πρότασή μας προς τους Γιαννιώτες και κυρίως προς τη γενιά μου που φέρει πολύ βαρύ, πιστεύω, φορτίο και ιδιαίτερες ευθύνες, καθότι αποτελεί τη γενιά, η οποία έζησε τη συνταρακτικώτερη εξέλιξη της ανθρώπινης υπάρξεως, αφού «απʼ το άροτρο και το τροχήλατο πέρασε στο ίντερνετ»!
Eίναι, εν ολίγοις, η γενιά που νοιάζεται και για την προηγούμενη, αλλά ενδιαφέρεται και για την αποκατάσταση της επόμενης γενιάς.
1. Ένα σχέδιο ανάπτυξης για τα Ιωάννινα πρέπει να θεωρεί βασική παράμετρό του την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Η ποιότητα ζωής στα Ιωάννινα έχει αυτοτελή αξία και συνιστά το πρώτο κριτήριο για την αξιολόγηση οποιουδήποτε σχεδίου. Ποιότητα ζωής δεν είναι μόνον το κυκλοφοριακό και οι συνθήκες στάθμευσης, αλλά το πλέγμα όλων των κρίσιμων υπηρεσιών: Υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης, διοίκησης, πολιτισμού, αθλητισμού, ελεύθερου χρόνου κ.ο.κ. Μια αναπτυγμένη πόλη είναι μια πόλη ελκυστική και ανθρώπινη.

2. Άρα η ανάπτυξη των Ιωαννίνων δεν ταυτίζεται με τα απολύτως αναγκαία μεγάλα έργα υποδομής, ούτε εξαντλείται στη διεκδίκηση και την ολοκλήρωσή τους. Από την άποψη αυτή, έργα, όπως π.χ. το τραμ και η υπογειοποίηση της Μακαρίου, το κωπηλατοδρόμιο και η προστασία της λίμνης, αφορούν πρωτίστως την ποιότητα ζωής, ενώ έργα, όπως η Εγνατία, η Ιόνια οδός και η προέκτασή της μέχρι τα Τίρανα, η αναβάθμιση και διεθνοποίηση του αεροδρομίου, το φυσικό αέριο, η μεταφορά νερού στην πόλη και το λεκανοπέδιο (η περίφημη πρόταση Ελ. Καλογιάννη, που όταν πρωτοδιατυπώθηκε απορρίφθηκε με ιδιαίτερη περιφρόνηση από τον έναν Δ/ντή της ΔΕΗ, με την εκκωφαντική σιωπή και συμφωνία των επιστημονικών, τότε, φορέων) και η σιδηροδρομική σύνδεση, έχουν πιο άμεσες αναπτυξιακές επιπτώσεις στην αγορά και άρα στην οικονομία της πόλης. Αυτό αφορά ευθέως το πρόβλημα της απασχόλησης, των εισοδηματικών ανισοτήτων, της κοινωνικής ενσωμάτωσης ομάδων που κινούνται στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού κ.ο.κ.

3. Θεμελιώδης προϋπόθεση για οποιοδήποτε σχέδιο ανάπτυξης της πόλης των Ιωαννίνων είναι η διοικητική χειραφέτησή τους. Δεν αρκεί να υπάρχει μία τοπική αυτοδιοίκηση αʼ και βʼ βαθμού που διεκδικεί και πιέζει. Πρέπει να μπορεί να προωθεί και να διαχειρίζεται το σχέδιο ανάπτυξης. Η μητροπολιτική διοίκηση της πόλης και η περιφερειακή συγκρότηση του κράτους πρέπει συνεπώς να συμπεριλάβουν τα Ιωάννινα και την ευρύτερη περιοχή. Η ύπαρξη των αρνητικών στοιχείων της Τουρκοκρατίας με τις συνακόλουθες επιδράσεις στην κοινωνία, η φοβικότητα και η συντηρητικότητα που «πνίγουν» την πόλη, παρά την πληθυσμιακή «αλλοίωση» επηρεάζει δυστυχώς ακόμη τις δομές της, προσπαθώντας με διάφορα μορφώματα «Συλλόγων» της οικονομικοκοινωνικής ή και δήθεν πνευματικής ελίτ της μετεμφυλιοπολεμικής, κυρίως, περιόδου, να καλλιεργεί ανώφελα «ρατσιστικά ριζίδια», τα οποία δεν έχουν πλέον καμμία τύχη και προοπτική. Απεναντίας μάλιστα ορισμένες φορές αναμφίβολα αντιστρατεύονται και βασικές τους πολιτισμικές στοχεύσεις. Η μηδενική αντίδραση του πολιτικού προσωπικού και των φορέων της πόλης στην πρόσφατη απόπειρα τιμωρίας του Δημάρχου (Νίκου Γκόντα) της πόλης από τον διορισμένο εκπρόσωπο της πολιτείας ή η χωρίς καμμιά αντίδραση καθαίρεση του Αντιδημάρχου ή του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης, συνιστούν δύο τρανταχτές αποδείξεις της μη ολικής εκρρίζωσης του έρποντος ραγιαδισμού και της εν υπνώσει ευρισκόμενης Δημοκρατικής ευαισθησίας. 

4. Μια πόλη που θέλει να έχει προοπτικές ανάπτυξης, πρέπει να μπορεί να αξιολογεί τους ανθρώπους της, αλλά και να τους στηρίζει σε όλους τους τομείς. Από την πολιτική μέχρι τον πολιτισμό και από την επιστήμη μέχρι την υγεία και τον αθλητισμό. Η αξιολόγηση των πολιτικών εκπροσώπων της πόλης γίνεται βέβαια δημοκρατικά, μέσα από τις εκλογικές διαδικασίες. Αυτό όμως δεν συνοδεύεται πάντα από τη δυνατότητα πλήρους ενημέρωσης των πολιτών, για όλα όσα αφορούν την πόλη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει η βασική διάκριση ανάμεσα σε αυτούς, που απλώς διεκδικούν και φωνάζουν και σε αυτούς που σχεδιάζουν, πράττουν και παράγουν έργο. Και το χειρότερο ανάμεσα στους επαγγελματίες της πολιτικής, και αποτυχημένους της ζωής δηλ. τα άτομα του κομματικού σωλήνα. Πέρα δε της πολιτικής, η πόλη πρέπει να αποκτήσει, σε όλους τους τομείς, μεγαλύτερο αίσθημα αυτοεκτίμησης, βασισμένο στην καλή ενημέρωση για τις δυνατότητες και τα επιτεύγματα των ανθρώπων της. Σημασία συνεπώς έχει ο καθένας στην πόλη αυτή να εισφέρει όπου μπορεί, όταν μπορεί και όσο μπορεί.

5. Ένα μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης μπορεί να βασιστεί μόνο στο διανοητικό κεφάλαιο. Το Πανεπιστήμιο, το ΤΕΙ και τα όποια ερευνητικά κέντρα της πόλης δεν αρκεί να αναλαμβάνουν «υπεργολαβικά» και αποσπασματικά την μελέτη ή την υποστήριξη κάποιων θεμάτων. Οφείλουν να μετάσχουν στο συνολικό σχεδιασμό με επιστημονική ανεξαρτησία, αλλά και αίσθημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης. Η σύνδεση πανεπιστημίου και πόλης ποτέ δεν τέθηκε σε σοβαρές, ειλικρινείς και διαφανείς βάσεις και φυσικά όσες φορές επιχειρήθηκε δεν «περπάτησε» ικανοποιητικά , λόγω μιας αμοιβαίας, νομίζω, καχυποψίας παρά ενός έρποντος «πανεπιστημιακού ελιτισμού». 

6. Ένα μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης βασίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης, που είναι ιστορικά δοκιμασμένα, σε συνδυασμό όμως με την ευρηματικότητα και την ευελιξία που απαιτεί η σημερινή εποχή. Οι βασικές παράμετροι ενδογενούς ανάπτυξης είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι με τις ικανότητες τους και η γη, δηλαδή ο χώρος με τα χαρακτηριστικά του, από την γεωγραφική θέση και την γεωπολιτική θεώρηση, μέχρι την αγορά ακινήτων και τις υπεραξίες, που αυτή παράγει. Αυτό σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να καλλιεργηθεί στην πόλη και στην περιοχή μια νέα επιχειρηματικότητα, όχι όμως μόνον οικονομική, αλλά και κοινωνική, πολιτική, επιστημονική και επικοινωνιακή. Τα Ιωάννινα πρέπει να αποβάλλουν κάθε παθητικό και ιδρυματικό χαρακτηριστικό, ν' αποχωρισθούν τη φοβικότητα, νʼ αποτάξουν τη συντηρητικότητα και να γίνει μια πόλη πιο αισιόδοξη, πιο δημιουργική, πιο επινοητική σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους χώρους.

7. Καθοριστικό στοιχείο του σχεδίου ανάπτυξης της πόλης των Ιωαννίνων είναι η σχέση της με την Aθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Ηγουμενίτσα, την Άρτα και την Πρέβεζα, αλλά και την Ιταλία και βεβαίως με την Αλβανία. Η πόλη δεν πρέπει να ανταγωνίζεται, αλλά να «κατακτά» κατʼ «ακτινωτή» διάθεση την ευρύτερη περιοχή της. Να κατακτά την αγορά της, τους μηχανισμούς της, το κοινό της. Να ταυτίζεται στη συνείδηση των κατοίκων, κατʼ αρχήν, της Βορειοδυτικής Ελλάδας με μια καλύτερη ποιότητα ζωής, προϊόντων και υπηρεσιών. Καμιά επιχείρηση της πόλης δεν μπορεί νʼ αναπτυχθεί από ένα σημείο και μετά, χωρίς να κατακτήσει την αγορά της Αθήνας (αναφέρω το παράδειγμα των βιομηχανιών του νερού, ZAΓOPI και BIKOΣ). Το ίδιο κατʼ αναλογία συμβαίνει με όλους τους τομείς. Κανένας επιστήμονας, καλλιτέχνης, δημοσιογράφος, επαγγελματίας κ.ο.κ. δεν μπορεί να αρκεστεί σε ένα ακροατήριο εκατό έως εκατόν πενήντα χιλιάδων ανθρώπων, όταν μπορεί να απευθυνθεί σε όλο το εθνικό ακροατήριο με αφετηρία την πόλη των Ιωαννίνων. Kανένας Kαθηγητής Πανεπιστημίου δεν «αρκείται» στο Πανεπιστήμιο της Δουρούτης, όταν μπορεί να διδάξει σε Πανεπιστήμια των Aθηνών, πολλώ δε μάλλον όταν ο ίδιος έρχεται απʼ τα καλά Πανεπιστήμια της Aμερικής. Aυτό διδάσκει άλλωστε η πρακτική της τελευταίας τουλάχιστον 15ετίας με πολλούς καθηγητές του Πανεπιστημίου Iωαννίνων.

8. Αναγκαία προϋπόθεση ενός αποτελεσματικού σχεδιασμού για το μέλλον της πόλης των Ιωαννίνων είναι η υπέρβαση των στερεοτύπων, που έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να θεωρούμε δεδομένο ότι η πόλη είναι η (απομονωμένη) πρωτεύουσα της Β.Δ. Ελλάδας την ώρα που συντελούνται εντυπωσιακές αλλαγές σε πολλές γειτονικές χώρες, όπως π.χ. η Αλβανία και η FΥRΟΜ. Η τοπική, η περιφερειακή, η πανελλήνια, η βαλκανική και η μεσογειακή, η ευρωπαϊκή παράμετρος συγκροτούν (ή θα πρέπει να συγκροτούν) όλες μαζί το πλαίσιο αναφοράς της πόλης των Ιωαννίνων και να προσδιορίζουν ταυτόχρονα την κλίμακα των μεγεθών, μέσα στα οποία αυτή μπορεί να κινείται και να αναπτύσεται. 

9. Όλες αυτές και πολλές άλλες παραδοχές μένουν χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, όταν δεν συνδέονται με ένα συγκεκριμένο εμβληματικό στόχο. Τέτοιος στόχος θα μπορούσε νʼ αποτελέσει (μονοσήμαντα, προσωρινά και «εφήμερα») ο θεσμός της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, για το 2013, σε συνδυασμό με τον εορτασμό των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης ή η διεκδίκηση ενός μόνιμου και στο διηνεκές υπάρχοντος και λειτουργούντος τέτοιου στόχου, ο οποίος, ως απαραίτητος, είναι για μας υπό αναζήτηση και διαμόρφωση. 

10. Ένα σχέδιο για τα Iωάννινα χρειάζεται όραμα, τεκμηρίωση, ευρεία συναίνεση, εξωστρέφεια και αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της πόλης. Χρειάζεται όμως και ισχυρή πολιτική υποστήριξη, όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Και μάλιστα στον υψηλότερο δυνατό βαθμό, δηλαδή από τον ίδιο τον εκάστοτε Πρωθυπουργό. 

H έλλειψή του γίνεται βεβαίως αισθητή ιδιαιτέρως τώρα, που θα μπορούσε να έχει τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη στο υψηλότατο επίπεδο, δηλαδή από τον ίδιο τον Πρόεδρο της Eλληνικής Δημοκρατίας, τον, κατʼ ιδιαίτερη τιμή, συντοπίτη μας κ.κ Κάρολο Παπούλια. 
.
*Ο Σπύρος Πανταζής, πρώην Αντιδήμαρχος, ήταν, επί 30 συναπτά χρόνια, Έφορος Νεωτέρων Μνημείων, συμμετέχει στα κοινά, είναι Αρχηγός της Ανεξάρτητης Δημοτικής Κίνησης Ιωαννίνων.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα : "ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ" την  και διαχρονικά σε πολλά μπλόγκς
και ωστόσο παραμένει επίκαιρο.Δυστυχώς.